Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

 

 

 

 

Happiness is 

 


 ...simply a temporary condition 

that proceeds unhappiness. 

Fortunately for us, it works the other way around 

as well. But it's all a part of the carnival, 

isn't it?”

 

 

Federico Fellini







Σημείωση: Το εικαστικό είναι μία αυτοπροσωπογραφία του Giorgio de Chirico με αποκριάτικη στολή ( c.1948 )

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

 




Τα παιδιά, η μουσική

κι ένα Όσκαρ




Το Λος Άντζελες είναι η δισκογραφική πρωτεύουσα του κόσμου. Η Διεύθυνση Παιδείας της συγκεκριμένης περιφέρειας (Los Angeles Unified School District) παρέχει δωρεάν επισκευασμένα μουσικά όργανα στους μαθητές της – μία από τις ελάχιστες Γενικές Διευθύνσεις Παιδείας στην Περιφέρεια που απομένουν κι επιμένουν να το κάνουν αυτό.  

Σε μία κοινή αποθήκη  στην καρδιά του L.A., μία φούχτα αφοσιωμένοι τεχνίτες επισκευάζουν πάνω από 80.000 μουσικά όργανα μαθητών – είναι το μεγαλύτερο εργαστήριο του είδους στην Αμερική που παρέχει αυτή την υπηρεσία, συνεχόμενα από το 1959. Για να έχετε ένα μέτρο για την σημαντικότητα αυτής της κίνησης σκεφτείτε την παιδική/νεανική ορχήστρα της Βενεζουέλας Simón Bolívar ή, όπως είναι πιο γνωστή, El Sistema και τον κοινωνικό αντίκτυπό της. 

Ο Chris Bower, ένας από τους δύο σκηνοθέτες του The Last Repair Shop, ντοκιμαντέρ μικρού μήκους υποψήφιο στην κατηγορία του για τα φετινά Βραβεία της Ακαδημίας, το οποίο γυρίστηκε στην συγκεκριμένη αποθήκη, λέει: "Ως ένα από τα εκατομμύρια παιδιά που αποφοίτησαν από την Unified School District του Los Angeles, περνούσα κάθε στιγμή που μπορούσα με το πιάνο του σχολείου. Εκεί βρήκα ένα ασφαλές μέρος, εκεί βρήκα την φωνή μου. Αυτές ήταν οι θεμελιώδεις στιγμές που με ώθησαν στην σχολική μπάντα. Στο Τζούλιαρντ. Στα Όσκαρ. Να εκπληρώσω τα πιο τρελά μου όνειρα και να γνωρίσω τους ήρωές μου ως μουσικός και συνθέτης μουσικής ταινιών."




Στο φιλμ μερικά από αυτά τα αμερικανάκια που χρησιμοποιούν τα μεταχειρισμένα κι επισκευασμένα  μουσικά  όργανα  στο σχολείο τους δίνουν –εμβόλιμα στην κεντρική αφήγηση– την δική τους, προσωπική, αντίληψη για την ενασχόλησής τους με την μουσική. Εμβόλιμα διότι τα σαράντα λεπτά της ταινίας είναι ουσιαστικά για τέσσερις χαρακτήρες που εργάζονται στο Τελευταίο Κατάστημα Επισκευών και τις ζωές τους, οι οποίες –χαλασμένες κι επισκευασμένες, όπως και των μουσικών οργάνων που περνούν από τα χέρια τους– είναι αφιερωμένες στο να προσφέρουν κάτι (πολύ) περισσότερο από τις επισκευές και την μουσική των οργάνων στα παιδιά των σχολείων του μεγαλύτερου δισκογραφικού κέντρου του κόσμου.




Δείτε το. 

Κέρδισε το φετινό Όσκαρ Ντοκιμαντέρ Μικρού Μήκους.







Σημειώσεις: Το εικαστικό είναι η "Παιδική Χορωδία" του Γεωργίου Ιακωβίδη. Οι δύο φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από την ταινία.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

 

 

 

bits & bobs 

  




 
Κι ενόσω η προγραμματισμένη συνάντηση καθυστερούσε, αξιοποίησα τον κενό χρόνο με μια επίσκεψη σε κοντινό βιβλιοπωλείο. Δίχως κάποιο συγκεκριμένο πλάνο αγορών ή λίστα τίτλων TBR. Μόνος σκοπός μου να ενημερωθώ in situ για όσο χρόνο διαρκεί ένας καφές.   

Πρώτο τμήμα του μεγάλου διαδρόμου οι Τέχνες. Ξέροντας πως φέτος το ενδιαφέρον στα εικαστικά θα τραβήξει ο Caspar David Friedrich με τις περισσότερες από 10 εκδηλώσεις κι εκθέσεις στη Γερμανία που σηματοδοτούν τα 250 χρόνια από την γέννησή του μεγάλου Ρομαντικού του 18ου αι., κοίταξα μήπως βρω κάτι σχετικό. Ήμουν όμως πιο τυχερή – η μικρή μονογραφία του "περσινού" κλασικού Johannes Vermeer, στο ράφι στο βάθος, σήμαινε πως δεν ήταν εντέλει εξαντλημένη, όπως πίστευα, και πως θα μάθαινα κάτι περισσότερο για την διαύγεια του φωτός, τα πλούσια σε βαθύτητα χρώματα και τη λεπτότητα με την οποία ο μπαρόκ Ολλανδός αποδίδει την πολυπλοκότητα της άσημης, εντός των οικιακών τειχών, καθημερινότητας του 17ου αι. Ίσως έγραφε και για την βία της εποχής που καλύπτει η ομορφιά των έργων του. Θα ήμουν εντελώς ανόητη εάν το άφηνα στη θέση του.

Φωτεινό κίτρινο και φλογερό πορτοκαλί – η επόμενη στάση στον επόμενο διάδρομο. Εάν ήταν μόνον η έντονη μονοχρωμία των εξωφύλλων που έκαναν τα δύο βιβλία λογοτεχνίας να ξεχωρίζουν, θα προσπερνούσα. Δεν προσπέρασα, ωστόσο, χάρη στα ονόματα των δύο συγγραφέων τους. Θα επανέλθω με σχετικές λεπτομέρειες μόλις τα διαβάσω.
 
   
Την πρώτη φορά που αγόρασα Τα ημερολόγια της Εστέρ ( μτφρ. Αριάδνη Λουκάκου – ποταμός, 2017ήταν για δώρο και δεν μπόρεσα να διαβάσω τις εξομολογήσεις της 10χρονης Γαλλίδας.  Εννοείται πως όταν το είδα μπροστά μου δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Όχι γιατί είναι ένα μακροχρόνιο best seller στη Γαλλία, αλλά διότι τα σκίτσα του  Riad Sattouf έχουν μια ιδιαίτερη, δυναμική κίνηση  κι επιπλέον η Εστέρ θεωρείται το σύγχρονο θηλυκό αντίστοιχο του μικρού Νικόλα. Δεν πρόκειται, όμως, για το αποκύημα της φαντασίας του βραβευμένου γάλλου κομίστα και σκηνοθέτη. Η Εστέρ Α. είναι ένα υπαρκτό κορίτσι που εκμυστηρεύτηκε τις σκέψεις της στον Σατούφ κι αυτός στην συνέχεια, με το δικό του ανατρεπτικό χιούμορ και το πενάκι του,  τις έκανε  αντικείμενο της κομικής στήλης του στο Le Nouveu Orbs – το εβδομαδιαίο γαλλικό περιοδικό όπου εργαζόταν εκείνη την εποχή αφότου είχε εγκαταλείψει την θέση του στο Charlie Hebdo. Η Εστέρ Α. είναι ένα παιδί της εποχής της, με την φρεσκάδα, τον αυθορμητισμό και την καυστική παρατηρητικότητα ενός φυσιολογικού παιδιού που απορεί με τις οξύμωρες και σουρεαλιστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Η οικογένεια, το σχολείο, η ποπ κουλτούρα, η πολιτική ορθότητα που γίνεται γελοιότητα, ο ρατσισμός, η βία· η μόδα, ο καταναλωτισμός, τα αγόρια, το σώμα – ζητήματα που θίγει με ευθύβολη ειλικρίνεια η νεαρά και φέρνει σε δύσκολη θέση τους μεγάλους. Ετούτο το βιβλίο της Εστέρ, το οποίο είναι το πρώτο από μία σειρά τριών ημερολογίων και το μόνο  μέχρι στιγμής που κυκλοφορεί στα ελληνικά,  έχει ένα μειονέκτημα για τους ενήλικους αναγνώστες – χρειάζεσαι οπωσδήποτε γυαλιά πρεσβυωπίας, και στην δική μου περίπτωση, ειδικό φως ανάγνωσης, για να διαβάσεις την μικρή γραμματοσειρά και να δεις τα τόσα στοιχεία που ο Σατούφ βάζει σε ένα καρέ. Αμελητέα εντέλει λεπτομέρεια καθώς είναι απολαυστικότατο.
 
 
Το ανεξάρτητο, πρωτοπόρο πνεύμα του John Cassavetes και, ομολογώ, η μακρινή εντοπιότητα*,  με οδήγησαν στο  "Τζον Κασαβέτης, Μην πιστεύεις την αλήθεια" (αρχισυνταξία Γιώργος Παπαδημητρίου – Κυψέλη, 2022) – μία συλλογή 17 κειμένων για τις 11 από τις 12 ταινίες που συνιστούν την φιλμογραφία του Ελληνοαμερικανού auteur. Παράλληλα ωστόσο, συνιστούν και μία έμμεση βιογραφία του καθώς παρατίθενται, εκτός από τις πληροφορίες για την καταγωγή και την οικογένειά του, και στοιχεία της ζωής και της ιδιοσυγκρασίας του που είναι άμεσα συνυφασμένα με το έργο του. Όπως πχ η εμμονή του για ανεξαρτησία που τον οδήγησε σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε crowdfunding ώστε να χρηματοδοτήσει την πρώτη ταινία του Σκιές (1959). Ή, ότι αυτοσχεδίαζε συνεχώς – από το χτίσιμο των αληθινών διαλόγων έως  την ολοκλήρωση της παραγωγής και την προβολή των ταινιών του.  Για την μουσική επένδυση των Σκιών δε, αφού απέρριψε τον Miles Davis, προσέγγισε τον Charles Mingus ο οποίος "...δέχτηκε να συνεργαστεί με έναν 'όμοιό' του στην δημιουργική τρέλα και τα ντουζένια. Ο Τζον του 'κανε τα χατίρια, αλλά ο Τσάρλι διαφωνούσε με τις ακατέργαστες συνθέσεις που βιάστηκε να ενσωματώσει ο φουριόζος Τζον." Ή, ότι το ανήσυχο πνεύμα του, ο αυθορμητισμός και ο παρορμητισμός του τον οδηγούν να γίνει ανθρώπινα σημειολογικός: "...στα χαοτικά (κι όμως τόσο εύλογα δομημένα τελικά) καρέ των Συζύγων (1970)  ελλοχεύει το making of της ζωής..." 
 
Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το γεγονός πως οι αρθρογράφοι-κριτικοί, μεταξύ των οποίων και ο Γιώργος Παππάς, ορίζοντας τον χωροχρόνο εξέλιξης του Κασσαβέτη –με την σύνδεση του έργου του με την ιστορία του κιν/φου αλλά και με το παρόν μας– ερμηνεύουν  παράλληλα τον άνθρωπο που αποτύπωσε σε φιλμ –ευθύτερα από οποιονδήποτε άλλον– τις ταπεινές προσωπικές αλήθειες της ανθρώπινης συνθήκης και θεμελίωσε έτσι, με την αυτοσχεδιαστική αισθητική του και την αίσθηση vérité που αποπνέουν οι ταινίες του, τον Νέο Ανεξάρτητο Κινηματογράφο στις ΗΠΑ. Κι επιπλέον, διασαφηνίζουν αυτό που σήμερα αναζητείται σε πολλούς τομείς: το πάθος και η δημιουργία καινούργιων σημείων αναφοράς.   
   
 
  
Να περιδιαβάζεις πάγκους γεμάτους βιβλία και να αφήνεσαι: να παρατηρείς τις συμβιώσεις που ορίζει η τυχαιότητα και το χέρι του υπαλλήλου· να αγγίζεις τα εξώφυλλα και να περιεργάζεσαι τις διάφορες υφές των χαρτιών, το βάρος και τις διαστάσεις τους, τα χρώματα και τις γραμματοσειρές τους· να διαβάζεις ανερμάτιστα τις περιλήψεις στα οπισθώφυλλα και  τα αφτιά·  να επιλέγεις, να απορρίπτεις και να συνδιαλέγεσαι με τις διαθέσεις τις στιγμής και τις προκατασκευασμένες  TBR λίστες, ίσως και με τις γνώμες φίλων, πιο πιθανό με την κριτική – αυτή η ενεργή σύζευξη των αισθήσεων είναι η υπεροχή της φυσικής παρουσίας σε ένα βιβλιοπωλείο. Η οποία, συν τοις άλλοις, συμβάλλει σημαντικά, όπως και η ανάγνωση, στην μείωση της αρτηριακής πίεσης, των σφυγμών της καρδιάς και συνεπώς του άγχους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση,  για την επικείμενη συνάντηση.
 
Φεύγοντας υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως η επόμενη φορά θα διαρκέσει όσο μία κούπα αχνιστό τσάι.  My cuppa.
 



 
 
 

_______ 

 * Ο J. C. γεννήθηκε στην Λάρισα ενώ μέλη της οικογένειας Κασσαβέτη εγκαταστάθηκαν αργότερα στον Βόλο και την Ζαγορά Πηλίου.



Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης είναι μία αφηρημένη δική μου. Η δεύτερη είναι λεπτομέρεια από το οπισθόφυλλο του graphic novel του Σατούφ. Στην επόμενη, ο Τζον Κασσαβέτης βρίσκεται στο ιδιωτικό του στούντιο. Το εικαστικό στο τέλος είναι λεπτομέρεια από το The Art of Painting, το μεγαλύτερο σε διαστάσεις και πιο πολύπλοκο στη σύνθεση και εικονογραφία έργο του Johannes Vermeer όπου το μοντέλο ποζάρει ως Κλειώ, η Μούσα της Ιστορίας.

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

 

 

 

 

η ομορφιά 

 


δεν ήταν ποτέ σε ισορροπία με το χρόνο,


πάντα τον καταργούσε.


.

 

 

 

 

 

Ο πιο πάνω στίχος είναι της Μάγιας Κολτσίδα από την ποιητική συλλογή "Επισκευές στην Ουτοπία" (Πατάκης, 2Ο16) η οποία, ως πρωτόλεια, διαθέτει την φρεσκάδα και την οξυδέρκεια του αυθόρμητου στοχασμού. Διαθέτει, ωστόσο, και ευρύτητα πνεύματος, ευδιάκριτη και αισθητικά αρμονική εικονοποιΐα που, επιπλέον, συμπυκνώνει κι εμβαθύνει στο συναίσθημα. Η Κολτσίδα εκκινεί από κάτι μικρό και απτό, όπως " ...το καλάθι με τα μήλα", "Σκόρπια τρίμματα ψωμιού", ένα "Καλώδιο από χαλκό", για να εστιάσει στην ατελή επικοινωνία της σημερινής εποχής, να ξηλώσει τις ούγιες των γυναικείων παραμυθιών ("Παραμύθι", "Φαίδρα", "Το δάχτυλο της πριγκίπισσας βρίσκει το αδράχτι") και να στοχαστεί για την κενότητα ("Refurbishment"), την ελευθερία, την αγάπη ("Was ist liebe") την ποίηση ("Γιατί μια αρχιτεκτόνισα γράφει ποίηση") και τον αντίκτυπό τους στην ανθρώπινη συνθήκη. Οι λέξεις της έχουν αντληθεί από μια ρεαλιστική πραγματικότητα και, ίσως γι' αυτό, έχουν μιαν ανεπαίσθητη μελαγχολία ενώ οι συνθέσεις της, που δεν υποκύπτουν στον εμφατικό λυρισμό της πρώτης φοράς ή την τραγικότητα του επικείμενου θανάτου της, έχουν τον ρυθμό, την κίνηση και την νοηματική πολυπλοκότητα μιας ποίησης προς ωρίμανση. 

Σε μια χρονιά που ξεκίνησε με αρκετές ασχημοσύνες (> δύο συνεχιζόμενοι πόλεμοι, θεομηνίες στην πόρτα μας, κ.ά.), ο συγκεκριμένος στίχος της Κολτσίδα μοιάζει να προκαλεί μία και μόνη ευχή-προτροπή για το 2024:  


Ας καταργήσουμε το χρόνο!







Σημείωση: Η βίντεο-εγκατάσταση είναι του σύγχρονου ολλανδού σχεδιαστή και εικαστικού Maarten Baas κι έχει τίτλο "Real Time".

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

 

 

 

 


Σημειώσεις Ενός

   Καλοκαιριού  





"Η χρονιά του 1961 θ' αρχίσει με τη βαρυσήμαντη δήλωση της Απογευματινής: 'Παταγώδης αποτυχία των αστρολόγων το 1969', για να πάρει τη σκυτάλη ο Μαρής και ο Μπέκας: 'Ίλιγγος – ΄Ολα εμφανίζονται ανεξήγητα και μεταφυσικά' συνδυάζοντας στην εφημερίδα απολαυστικά για την εποχή του το ελαφρό ανάγνωσμα με το αστυνομικό αφήγημα."

Έτσι τελειώνει ο Πρόλογος του Ίλιγγος (Άγρα, 2013)  και θα συμφωνήσω με την εκτίμηση του υπογράφοντος Ανδρέα Αποστολίδη για το βιβλίο του Γιάννη Μαρή – είναι πράγματι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Έχει, όμως, πολλές περισσότερες αποχρώσεις από μία ιστορία μυστηρίου ή ένα απλό whodunnit.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Γεραλέξης, λογιστής σε υπερωκυάνιο,  ξυπνά στο μπάνιο μιας έπαυλης και συνειδητοποιεί πως είναι κλεισμένος σε ένα άγνωστο μέρος. Κι επιπλέον, βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με έναν νεκρό, επίσης εντελώς άγνωστο. Παρά τη ζάλη και τον πανικό που τον κυριεύει, καταφέρνει να δραπετεύσει και να γυρίσει στο δωμάτιο του αθηναϊκού ξενοδοχείου που διαμένει – είναι σε άδεια και σκοπεύει να επιστρέψει στο νησί του. Το επεισόδιο όμως ετούτο θα ματαιώσει τα σχέδια.




Στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βαραίνουν  (ποιός ήταν ο νεκρός δίπλα του; ποιος τον νάρκωσε; γιατί βρέθηκε κλεισμένος στην έπαυλη της Εκάλης;) ο Γεραλέξης θα απευθυνθεί στην αστυνομία. Την υπόθεσή του θα αναλάβει, ανόρεχτα είναι η αλήθεια, ο Αστυνόμος Μπέκας η φυσιογνωμία του οποίου φέρνει στο νου τον γάλλο συνάδελφό του Ζυλ Μαιγκρέ. Ανάμεσα στις επιρροές του συγγραφέα, όπως αναφέρει ο Κ. Καλφόπουλος στο επίμετρο της έκδοσης, είναι πράγματι και ο Ζωρζ Σιμενόν.  Παρά τον μπρίσκο αέρα που του προσδίδει ο Μίμης Πλέσσας, o Αστυνόμος Μπέκας, όπως και ο Μαιγκρέ, είναι χαμηλών τόνων, εσωστρεφής κι απότομος αλλά επίμονος για την λύση της κάθε υπόθεσης που αναλαμβάνει. Ωστόσο, ο έλληνας αστυνομικός έχει ένα ελαφρώς δύσθυμο δημοσιοϋπαλληλικό ύφος που τον διαφοροποιεί –στην διάθεση, όχι στην εμφάνιση ή στην γενικότερη στάση του– από τον γάλλο συνάδελφό του αλλά και από την περσόνα του Σταύρου Ξενίδη που τον υποδύθηκε στις τηλεοπτικές μεταφορές των μυθιστορημάτων του Μαρή.

Ο Μπέκας και ο Γεραλέξης θα περιηγηθούν στην Ομόνοια, με τα ξενοδοχεία και τα λαϊκά καμπαρέ, σε συνεργεία αυτοκινήτων στην Αχαρνών, σε χαμόσπιτα στο Δρογούτι αλλά και στο αστικό προάστιο του Διονύσου, στην ερημιά της Βούλας (όπου βρέθηκε στην συνέχεια πεταμένος ο νεκρός), στην αρχαία Επίδαυρο. Μαζί τους, ο αναγνώστης συναντά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους της κάθε περιοχής. Γνωρίζει, επίσης, τον Γραικό (δεύτερος μηχανικός στο ίδιο πλοίο με τον Γεραλέξη και φίλος του), τον επαγγελματία παλαιστή Γιώργο Λογοθέτη, μία "πριγκίπισσα" – την τροτέζα Άννα,  και τον  Καταπάνο – έναν βασιλιά του αθηναϊκού υποκόσμου. Ο μεγάλος κακός της ιστορίας, ένας τυχοδιώκτης ακαθόριστης εθνικότητας αλλά διεθνούς εμβέλειας ονόματι Ισαάκ Γιοβέλ ή Αράντο Κάστρο,  εμφανίζεται μόνον δια του έργου του – έχει γεμίσει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας με αντίγραφα των μυκηναϊκών εκθεμάτων του, προωθώντας τα πρωτότυπα στο εξωτερικό. Είναι η πρώτη φορά, από τις δύο, που ο Γιάννης Τσιριμώκος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ασχολείται λογοτεχνικά με το ζήτημα της Αρχαιοκαπηλίας και γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, μάντης πραγματικών κακών – λίγους μήνες αργότερα από την δημοσίευση των κεφαλαίων του μυθιστορήματος, τα πρωτοσέλιδα του Τύπου της εποχής θα απασχολήσει μία παρόμοια υπόθεση.

 


Η αγωνιώδης αναζήτηση της χαμένης μνήμης και η δίνη του αγνώστου είναι το κεντρικό θέμα της πλοκής που ο Γιάννης Μαρής εμπνεύστηκε από τον κινηματογραφικό "Δεσμώτη του Ιλίγγγου" του Ά. Χίτσκοκ. Ωστόσο, διαφοροποιείται αρκετά προσδίδοντας στην αφήγηση επιπλέον αποχρώσεις μελοδράματος, ταξιδιωτικού πεζογραφήματος και χρονογραφήματος καθώς ενσωματώνει στην πλοκή λεπτομέρειες που αντανακλούν κοινωνικές αναφορές και ανθρωπογεωγραφικές παρατηρήσεις  που σκιαγραφούν εύγλωττα το ζωντανό μωσαϊκό της Αθήνας, της Ελλάδας καλύτερα, του '60, κάτι που εντέλει καθιστά το συγκεκριμένο έργο του λιγότερο ελαφρύ απ' ότι θα περίμενε κανείς. Τα συστατικά που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με πρόδηλο τρόπο –κοινωνικές αντιθέσεις, ίντριγκες και πάθη, πλαστοπροσωπίες κι ένοχα μυστικά, κλισέ, εξιδανικεύσεις, στερεότυπα, κ.ά.– δεν παρουσιάζονται εδώ. Αντ' αυτών, υπάρχουν ψήγματα χιούμορ που στηλιτεύουν το τότε σύγχρονο παρόν:  "Οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν το κότερο του Νικολαΐδη με ένα τρεχαντήρι..."

 



Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε ογδόντα εννέα συνέχειες στον ημερήσιο Τύπο και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε μορφή βιβλίου παρά μόνον το 2013 όταν και εκδόθηκε η παρούσα πρώτη έκδοσή του κι αυτός είναι ένας λόγος για να το διαβάσει κανείς – δεδομένης της αποσπασματικότητάς του, και της μη επιμέλειάς του από τον συγγραφέα (κάτι που συνήθιζε όταν εκδιδόταν ένα βιβλίο του) το μυθιστόρημα έχει εξαιρετικά συνεκτική δομή και ο ρυθμός της αφήγησης παραμένει σταθερός κι ελεγχόμενος σε όλη την εξέλιξη της πλοκής. Οι δε χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι επίπεδοι ή στεγνοί παρ'  όλο το λιτό, ανεπιτήδευτο, ύφος της γραφής του. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για να διαβαστεί το βιβλίο είναι η δεξιότητα του Γιάννη Μαρή να επικοινωνεί άμεσα και με οικείο, πειστικό κι ενδιαφέρον έως αγωνιώδες τρόπο την ιστορία του ενώ παράλληλα ψυχαγωγεί τον κάθε αναγνώστη δίχως να ευτελίζει την γλώσσα, την νοημοσύνη ή τον ψυχισμό του. Αυτός δεν είναι, άλλωστε, στόχος της λογοτεχνίας; 




 





Σημειώσεις: Το εικαστικό της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια του ομότιτλου με την ανάρτηση έργου του  Γιώργου Χατζημιχάλη. Το ασπρόμαυρο σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου από τον Φ. Δελλή – ακόμη ένας λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο. Η φωτογραφία της κόμμωσης της Tippi Hedren είναι από τον Δεσμώτη του Ιλίγγου. Στο τέλος, το πορτραίτο του συγγραφέα από τον Μ. Γαλλία κι έχει αντληθεί από το αυτί του βιβλίου. 

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

 
 
 
 
Νόημα στο Αφηρημένο 

 
 
 

Το να εξηγήσεις σε ένα μικρό παιδί αφηρημένες έννοιες δεν είναι εύκολο. Μπορείς να επιστρατεύσεις την φαντασία και την παντομίμα για να ορίσεις τις απλές όπως είναι τα συναισθήματα. Δεν είναι, όμως, αρκετό για τα πιο σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά όπως, για παράδειγμα, τις ιδέες και τις αντιλήψεις. Χρειάζονται, τότε, όχι μόνον συγκεκριμένες λέξεις αλλά και παραδείγματα που θα κάνουν την αφηρημένη έννοια απτή και οικεία και γι' αυτό κατανοητή στο παιδί. 

Αυτό κάνει ο Κυριάκος Χαρίτος στο πρόσφατο "Το Όλο και το λίγο" (Καστανιώτης, 2Ο22) – επιστρατεύει παιδικές εμπειρίες και καθημερινές καταστάσεις για να δώσει υπόσταση σε έννοιες όπως, τα μεγέθη και το βάρος, η απόσταση, η ποσότητα, η χωριτικότητα, η δύναμη. Και πετυχαίνει να τους δώσει σαφές νόημα με την σύγκριση αντιθέτων. Έτσι, σε κάθε αριστερή σελίδα, συγκεντρώνονται οι πολλές εκφάνσεις του γενικού, το Όλο του τίτλου – τα στοιχεία της φύσης, η κίνηση των πραγμάτων και  η κινητικότητα των πολιτών,  οι ανθρώπινες αισθήσεις και οι απάνθρωπες καταστάσεις όπως είναι η προσφυγιά. Κι αυτό, το κάθε Όλο, έρχεται σε αντίθεση με το Λίγο που απεικονίζεται στην δεξιά σελίδα και είναι μία λεπτομέρεια από την οικεία καθημερινότητα του παιδιού – ένα σπασμένο παιχνίδι, ένας κεφτές, μία μουντζούρα από μολύβι, ένας μπέμπης με ένα κατσαρόλι, δυο σφιχτά κοτσίδια.  Έτσι, με την αντιπαραβολή  φαινομένων, καταστάσεων κι εμπειριών της ζωής τους που εναλλάσσονται, οι μικροί αναγνώστες μαθαίνουν τις πρώτες απλές αφηρημένες έννοιες.

Μην μπερδευτείτε: δεν πρόκειται για ένα βιβλίο με θεωρίες και κανόνες αλλά για μία σαν-παραμύθι αφήγηση που απευθύνεται, καταρχάς, σε παιδιά 4 με 6 ετών. Εξού και η γλώσσα του συγγραφέα είναι απλή, παιγνιώδης, με εύρος κι ευφάνταστες συνθέσεις ενώ η έμμετρη μορφή της αποπνέει έναν ανάλαφρο λυρισμό. Δεν είναι βέβαια η πλούσια κι ενθουσιώδης γλώσσα τού "Για Φαντάσου", είναι όμως το ίδιο ζωντανή και εικονοπλαστική. Σε αυτό προσθέτει και η ανάγλυφη εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή που παίζει με την σκιαγράφηση και τις υφές σε μία γήινη, λεπτοδουλεμένη κι ελκυστική χρωματική παλέτα η οποία, ωστόσο, είναι ελαφρώς μουντή κι επίπεδη – περίμενα μεγαλύτερες διαβαθμίσεις στην φωτεινότητα των χρωμάτων ώστε να τονίζουν την πολυπλοκότητα και την κάθε διαφορά που απορρέει από τα κείμενα: την έλλειψη, την απόσταση, την ένταση, την σημαντικότητα, το βάθος.

Παρ' όλα αυτά, και παρά την συνεχόμενη αντιπαράθεση του Όλου με το Λίγο, η από κοινού –συγγραφέα και εικονογράφου– αφήγηση είναι γοργή, όμορφη και διασκεδαστική ενώ, παράλληλα, ασκεί την πνευματική νοημοσύνη των μικρών αναγνωστών στην ενσυναίσθηση και την συλλογιστική. Τους δείχνει, επίσης, και την σχετικότητα – τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους έξω από το μικρό εγωιστικό πλαίσιο της παιδικής ηλικίας προσλαμβάνοντας, με αυτόν τον τρόπο, μία ευρύτερη εικόνα της κοινωνίας και του κόσμου. 

Δεν βλέπουμε τίποτα στ' αλήθεια εάν δεν το καταλάβουμε, είπε ο βρετανός ζωγράφος John Constable. Και με τούτο το βιβλίο τα παιδιά διακρίνουν πράγματι το μεγάλο και σημαντικό από το μικρό και τετριμμένο και εστιάζουν στο ουσιώδες – αυτό το "λίγο ακόμα" που συμπληρώνει το Όλο και διαφεύγει κάθε ρητού ορισμού. Κι αυτό είναι το σπουδαιότερο.

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

 


Landscapes & Portraits 

 

  




Έχουμε μυθιστορήματα γκόθικ; Στο νου μου έρχονται το Φθινόπωρο του Κων/νου Χατζόπουλου, αλλά και  Ο Πύργος του Ακροποτάμου του· ο Συμβολαιογράφος του Αλ. Ρίζου Ραγκαβή και  ο Αλ. Παπαδιαμάντης, επιλεκτικά – ελάχιστο, σε αριθμό, δείγμα κι αυτό γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κι επιπλέον, τα μυθιστορήματα αυτά έχουν ήδη, κατηγοριοποιηθεί μόνο ως αστική ηθογραφία. Δεν έχω πλήρη εικόνα για το σήμερα, σκέφτομαι όμως τα διηγήματα του Χρ. Τσαπραΐλη που εστιάζουν αποκλειστικά στην ελληνική παράδοση και θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια κατηγορία αμιγούς ελληνικού γκόθικ. Σε ένα ευρύτερο γεω-λογοτεχνικό γκόθικ πλαίσιο θα μπορούσαμε να εντάξουμε την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Νικολακόπουλου

Το  "Σάλτος" (Ίκαρος, 2Ο22) αποτελείται από ιστορίες με στοιχεία Φανταστικού όπως για παράδειγμα στο δέκατο διήγημα, το Κύματα, όπου ένας εκπαιδευτής γερακιών καταλύει σε ένα ερημοκλήσι. Δεν είναι κάστρο, όπως θα ήθελε ο αφηγητής και όπως είναι σύνηθες στην γοτθική λογοτεχνία, αλλά ένα μέρος με θρύλους, το ίδιο απόκοσμο και μυστυριώδες – το ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν βρίσκεται στο τέλος της στεριάς και στην αρχή της θάλασσας, όπου "...τα όρθια βράχια του σιγοτρώγονταν απο τα λευκογάλανα κύματα που έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ και έσπαγαν με ορμή επάνω στους μελανιασμένους ασβεστόλιθους  που έμοιαζαν με ανθρώπους." Εκεί, κάποια στιγμή, εμφανίζεται η φασματική μορφή ενός νεκρού άντρα – θυμίζει τη φανέρωση της Φεγγαροντυμένης του Διονυσίου Σολωμού. Η αντίστοιχη του Νικολακόπουλου θα μπορούσε να είναι η Ραλλιώ στο τέταρτο διήγημα, το Μέλι και γάλα – μία γυναίκα όμορφη και προκλητική που θα εμπνεύσει τον πόθο στον αφηγητή και η οποία, ωστόσο, θα υποστεί την μοίρα που επιφυλάσσει η λαϊκή παράδοση για το είδος. Κι αυτό είναι ακόμη ένα στοιχείο γκόθικ – η γυναίκα που βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση και κατατρεγμό, συνήθως από κοινωνικούς και υλιστικούς περιορισμούς.




Γεννημένος στην Αθήνα το 1983, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος μοιράζει σήμερα την ζωή του ανάμεσα σε Λονδίνο και Αθήνα. Στο ενδιάμεσο, έχει ταξιδέψει σε πολλούς τόπους και σε τούτο, το τρίτο, βιβλίο του μεταφέρει τους χαρακτήρες σε αντίστοιχα μέρη ανά τον κόσμο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση  με τον γοτθικό τύπο όπου η πλοκή τού κάθε διηγήματος εκτυλίσσεται σε έναν μόνον τόπο.  Έτσι, εκτός από την Βρετανία, οι πρωταγωνιστές στο Mon Nox, στο Αμάμπλε Πικουέρ, στο Αλισάχνη βρίσκονται στην Ισπανία. Ο αφηγητής στο Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς ταξιδεύει από την Ελλάδα στην Λατινική Αμερική και πάλι πίσω ενώ στο Η άσφαλτος που καίει  επιστρέφει  στην ελληνική ύπαιθρο και αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα πίσω από έναν εφιαλτικό θρύλο του αντάρτικου.  Στην ελληνική επαρχία τοποθετείται και το ομότιτλο Σάλτος όπου ο αφηγητής εξιστορεί τον θρύλο ενός υπαρκτού βράχου απ' όπου οι ντόπιοι πετούν ανεμπόδιστα οποιοδήποτε πλάσμα είναι ελαττωματικό – σαν τον Καιάδα των αρχαίων. Ώσπου ο αφηγητής αναλαμβάνει ο ίδιος να φυλά το πέρασμα προς το βάραθρο.

Εκτός από την λατρεία της φύσης και της υπαίθρου που είναι φανερή στα διηγήματα, ο Ρομαντισμός –ακόμη ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της γοτθικής λογοτεχνίας–, γίνεται εμφανής και στην διακειμενικότητα του βιβλίου. Στις τελευταίες σελίδες του υπάρχουν επεξηγηματικές παραπομπές για τα αποσπάσματα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως εισαγωγή σε κάθε διήγημα ή ως συνθετικό υλικό εντός του – Ρεμπώ, Τριστάν Τζαρά, Τρακλ αλλά και Τζιμ Μόρισσον. Κι επιπλέον, οι χαρακτήρες των διηγημάτων φέρουν το μακάβριο του Ε.Α.Πόου και την περιθωριακή αύρα και το ανεκπλήρωτο εκείνων της Κάρσον ΜακΚάλλερς. Ωστόσο, η εικαστική τεχνοτροπία της γραφής υπερισχύει – σαν impasto που δίνει πνοή στην αφήγηση και σε κάνει να αισθάνεσαι ψηφίδα σε πίνακα του Ιερώνυμου Μπος ή του Μουνκ.  Η παρουσία της μουσικής, επίσης, δεν είναι αμελητέα: τόσο ως μελωδικότητα και ρυθμός – η συναρμογή των λέξεων και των σημασιών απειχούν την βιαιότητα των συμβάντων, τον ζόφο, την τραχύτητα αλλά και το σφρίγος των ανθρώπων που συναντούμε στα παραδοσιακά τραγούδια. Όσο και ως αντικείμενο – στο Υπερμογγολικός ο νεαρός Ζίλιν μελετά το έργο του Ερίκ Σατί και προσπαθεί να βρει την εργασία των ονείρων του. Από το Ωδείο της Θεσσαλονίκης στο Γκρατς της Αυστρίας, στην Συμφωνική του Πεκίνου και από εκεί στον μεγαλύτερο σιδηρόδρομο του κόσμου, με πρόσληψη στο δρομολόγιο Πεκίνο-Σιβηρία. Μέσα από μεγαλουπόλεις, κωμοπόλεις, μικρά χωριά και ατέλειωτα χιλιόμετρα μετ' επιστροφής, ο νεαρός πιανίστας με την άσβεστη επιθυμία να γυρίσει τον κόσμο παίζοντας την αγαπημένη κλασική μουσική γίνεται μέρος του τραίνου, μόνιμο αξεσουάρ των βαγονιών ώσπου το γκρίζο κεφάλι του  "...σχηματίζει βαριά επάνω στα πλήκτρα τη συγχορδία Μι χωρίς εναλλαγή." 



 

Δεν θυμάμαι τον λόγο που επέλεξα το συγκεκριμένο βιβλίο, ούτε το τι περίμενα να διαβάσω – όταν βρίσκεσαι σε περίοδο ανόρεχτης περιδιάβασης σελίδων, δεν το πολυσκέφτεσαι. Αναζητάς κάτι που θα σε ιντριγκάρει, θα σε επανέφερει σε μια αναγνωστική κανονικότητα.  Το "Σάλτος" το κατάφερε όχι μόνον με τα κείμενά του που είναι πυκνά, ισόρροπα στην δομή τους και μεστά νοήματος αλλά κυρίως με την γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Νικολακόπουλος – μία γλώσσα ιδιότυπη κι απολύτως προσωπική. Γλώσσα δυναμική, εξαιρετικής ποιότητας, εκπληκτικού πλούτου, έντασης και αποχρώσεων – λέξεις αρχαίες που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα σε ντοπιολαλιές συνδέονται με λέξεις σύγχρονες αστικές αλλά και της υπαίθρου, κι επίσης με λέξεις αντλημένες από διάφορες μικρο-διαλέκτους και ορολογίες (πχ. των ναυπηγών, των ρετσινάδων, των χημικών). Ανάμεσά τους αρκετές άγνωστες που με ανάγκασαν να ανοίξω λεξικό και να ανακαλύπτω, κάθε φορά, πόσο εύστοχα εκφράζουν τις έννοιες που θέλει ο συγγραφέας. Κι επιπλέον, πως συνθέτουν εικόνες μαγικού νατουραλισμού μεγάλης εκφραστικότητας.




"Η αναζήτηση λέξεων που εμπεριέχουν την πραγματικότητα και συνάμα το αίσθημα που προξενεί η πραγματικότητα παραμένει έως σήμερα το  αδιάλειπτο μέλημά μου όταν γράφω, όποιο κι αν είναι το θέμα,"  λέει ο συγγραφέας. Σ' ετούτη την συλλογή, θέμα του είναι ο χρόνος και οι επιβολές του: στο Παραπέτασμα του μύλου, όπου μία Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας επιβάλλει έναν παράξενο διαχωρισμό  στους κατοίκους ενός χωριού. Είναι, επίσης, η ιστορία και ο τρόπος που διαπερνά τις ζωές των ανθρώπων και τους αιώνες – στο Αλισάχνη είναι της ισπανικής γρίπης, στο Αμάμπλε Πικουέρ του ισπανικού εμφυλίου ενώ στο συνταρακτικό Η άσφαλτος που καίει του ελληνικού. Θέμα του συγγραφέα είναι, μεταξύ άλλων, και η απομυθοποίηση των προσδοκιών και της εργασίας. Σε όλα τα διηγήματα, ωστόσο, τονίζεται η ιδιαιτερότητα και η οικουμενικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων καθώς και το πως το κοινωνικό επιβάλλει τους  όρους του στο ατομικό. Ιδίως δε ο τρόπος που το δεύτερο αμύνεται του πρώτου. Το τελευταίο διήγημα, Ο Αγγελοκρουσμένος, είναι ενδεικτικό του αποτελέσματος αυτής της μάχης.

Η ανθρώπινη φιγούρα, λέει ο Αλμπέρτο Τζιακομέττι για τα γλυπτά του, είναι μία κατασκευή. Το αποδεικνύει και ο Νικολακόπουλος με τις δικές του ανθρώπινες φιγούρες – ξεκινώντας από το προφανές, μια απλή μάζα σάρκας κι αίματος, ο συγγραφέας επεκτείνει τον στοχασμό και τις μνήμες του μέχρι το διαφανές, το γεμάτο θέλω, επιθυμίες, ένστικτα και βαθύτατους φόβους Είναι τους. Ετούτη η πρωτόγονη, προ-συνειδησιακή επικράτεια του νου όπως αναδύεται μέσα από τις λέξεις και τις γραμμές είναι ισχυρή και χαοτική, ωστόσο, το σύμπαν που δημιουργεί ο Νικολακόπουλος είναι στέρεο, άριστα οργανωμένο. Κι επιπλέον, εύθραυστο – ο Νικολακόπουλος καταφέρνει να αιχμαλωτίσει με διαύγεια το ρευστό εκείνο σημείο όπου συμβαίνει αυτή η υπέρβαση και η γήινη ψυχή παίρνει μια γρήγορη, σκοτεινή στροφή προς το απόξενο, το μεταφυσικό. Ή, απλώς, το άγνωστο και μη αναστρέψιμο όπως στο Ασημένια Χορδή, το Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς και το ομότιτλο Σάλτος. 




Το βιβλίο, γράφει ο συγγραφέας, αφιερώνεται στις κινούμενες σκιές και στα αμίλητα πνεύματα των κατά καιρούς δωματίων του. Και είναι αυτά, μαζί με αγαπημένους συγγενείς και γνωστούς από το παρελθόν του, που φέρει ως κορώνα του, όπως θα έλεγε ο Mallarmé, και τους δίνει βήμα. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι πως ο Νικολακόπουλος αποκαλύπτει ότι όλες οι πραγματικότητες, και οι ανθρώπινες ενέργειες σ' αυτές, δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι, αντίθετα, καλυμμένες αντιδράσεις των ανθρώπινων αισθήσεων που εκκινούν από αρχετυπικές έννοιες. Είτε, λοιπόν, μετακινείται αφηγηματικά ανά την υφήλιο είτε παραμένει εντός της ελληνικής επικράτειας, ο Νικολακόπουλος μιλά για την επιβίωση, τον έρωτα, τις σχέσεις – το Οι κόρες της αιθάλης θα μπορούσε να είναι ένα μανιφέστο υπέρ του φεμινισμού. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι μια αλληγορία για την εξουσία, ανεξαρτήτως φύλου, κι αυτό αιτιολογεί κάλλιστα, σε ένα πρώτο επίπεδο, την βία εν γένει. Έμφυλη και εμφύλια, ειδικότερα.

Οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι εμμονές· η άγνοια, η παράνοια περιλαμβάνονται, επίσης, στην θεματική των ιστοριών, όπως και ο θάνατος – όχι όμως μόνον ο βιολογικός αλλά κυρίως ο ψυχικός. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, άνθρωποι που έφυγαν, άλλοι που έμειναν πίσω και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από βαριές σιωπές· κι άλλοι που χάνονται, με την ερμηνεία που δίνει ο συγγραφέας: "ο χαμός –κάτι που το αποφασίζουν οι άνθρωποι που μένουν πίσω ή ο νεκρός κατά τη διάρκεια της ζωής του και με βάση τις πράξεις που έκανε ή τη στάση που κράτησε όσο ζούσε–, είναι ένα ατελείωτο και δραματικό γεγονός που παρασύρει πολλά μαζί του." Σαν να διάβαζα το συμπεριφορικό αντικαθρέφτισμα της Γραμματικής του Buchmann στον μοντέρνο κόσμο.  



 

Ίσως, εντέλει, εκείνο που με τράβηξε στο βιβλίο να ήταν η αντίστιξη του συμβολισμού στο εξώφυλλό του – ολόλευκα οστά και νεκροκεφαλές πλαισιωμένα από μικρά κλωνάρια αμάραντου, φυτό που είναι γνωστό ως λουλούδι της αιώνιας νεότητας. Μια εικόνα που συμπυκνώνει  την γενικότερη αίσθηση που διαπνέει τα διηγήματα της συλλογής. Μία συλλογή με τοπία ψυχομετρίας και  τραχιά πορτραίτα ανθρώπων με φανερές, ωστόσο, τις λειασμένες άκρες τους. Δεκατρία σκοτεινά παραμύθια για ενηλίκους με σφοδρή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, γραφή χωρίς κανένα συγκινησιακό επίθετο (τι επίτευγμα!), μα παρ' όλα αυτά, πλήρους διαβροχής συναισθημάτων. Συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου ενθουσιασμού που διάβαζα ένα τέτοιο βιβλίο, ένα βιβλίο που στέκεται μακριά από μανιερισμούς, τυποποιήσεις και συρμούς. Τextpocalypse στην κυριολεξία.









Σημειώσεις: Η φωτογραφία του τίτλου είναι από τον Νίκο Παππά για την ελληνική Vogue. Το εικαστικό είναι η σπουδή Wing of a European Roller του Albrecht DürerΗ ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι Η Χειρονομία της Donata Wenders ενώ η κατασκευή με το μπαλόνι της κυπρίας εικαστικού Λευκής Σαββίδου. Στο τέλος, ένα ντεκολάζ του Jacques Villeglé από την περιοδική έκθεση Nouveau Réalisme του μουσείου Β&Ε Γουλανδρή, το Arcueil (1971) / Μπορείτε να δείτε την παρουσίαση του βιβλίου εδώ.

 

 ΥΓ.: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 135 (Οκτωβρίου 2Ο22) του The Books' Journal – της έγκριτης επιθεώρησης για το βιβλίο, με επιπλέον κείμενα παρεμβάσεων για τα γράμματα, τις τέχνες, τις ιδέες, την πολιτική, την επιστήμη.  Στην παρούσα αναδημοσίευση έχει προστεθεί η φράση "σε ένα πρώτο επίπεδο" στην όγδοη παράγραφο.